Εισάγω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εισάγω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uvést, vložka, priznati, stavit, vložit, pustit, Indukovati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισάγω
εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω παρατατικός, εισάγω συνώνυμο, εισάγω αόριστος, εισάγω γραμματική, εισάγω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εισάγω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ειρωνικά στα σλοβενικά - ironično, ironično je, ironija je, je ironično
- ειρωνικός στα σλοβενικά - ironic, ironično, ironičen, ironična
- εισέρχομαι στα σλοβενικά - vstopiti, vložit, vpišite, vnesite, vstop, vnesti
- εισαγωγή στα σλοβενικά - úvod, uvedení, uvod, uvedba, uvajanje, uvedbo, vnos
Τυχαίες λέξεις
Εισάγω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: uvést, vložka, priznati, stavit, vložit, pustit, Indukovati
Μεταφράσεις: uvést, vložka, priznati, stavit, vložit, pustit, Indukovati