Επάρκεια στα ισλανδικά

Μετάφραση: επάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullnægjandi, séu fullnægjandi, fullnægjandi vernd, full- nægjandi, á fullnægjandi
Επάρκεια στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επάρκεια

επάρκεια διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency msu, επάρκεια προσόντων διδασκαλίασ ξένησ γλώσσασ, επάρκεια msu, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency 2014, επάρκεια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επάρκεια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επάνοδος στα ισλανδικά - heimkoma, heimkoman
  • επάρατος στα ισλανδικά - bylgja, veifa, bylgju, öldu
  • επέκταση στα ισλανδικά - dreifa, framlenging, eftirnafn, framlengingu, framhald, framhaldi
  • επέτειος στα ισλανδικά - afmæli, Anniversary, ára afmæli, ár eru liðin, Hátíðisdagur
Τυχαίες λέξεις
Επάρκεια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fullnægjandi, séu fullnægjandi, fullnægjandi vernd, full- nægjandi, á fullnægjandi