Επάρκεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: επάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toereikendheid, adequaatheid, geschiktheid, adequaat, de toereikendheid
Επάρκεια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επάρκεια

επάρκεια διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency msu, επάρκεια προσόντων διδασκαλίασ ξένησ γλώσσασ, επάρκεια msu, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency 2014, επάρκεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επάρκεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επάνοδος στα ολλανδικά - thuiskomst, Homecoming, het homecoming, thuiskomen, van Homecoming
  • επάρατος στα ολλανδικά - golf, golven, wave, magnetron
  • επέκταση στα ολλανδικά - uitspreiden, verbreiden, verspreiden, ontvouwen, afgeven, sauzen, achtervoegsel, ...
  • επέτειος στα ολλανδικά - verjaardag, herdenkingsdag, gedenkdag, jubileum, jarig bestaan, bestaan, jarig
Τυχαίες λέξεις
Επάρκεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toereikendheid, adequaatheid, geschiktheid, adequaat, de toereikendheid