Επάρκεια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adequação, de adequação, adequação de, a adequação, suficiência
Επάρκεια στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επάρκεια

επάρκεια διδασκαλίας γερμανικής γλώσσας, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency msu, επάρκεια προσόντων διδασκαλίασ ξένησ γλώσσασ, επάρκεια msu, επάρκεια διδασκαλίας αγγλικών με proficiency 2014, επάρκεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επάρκεια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επάνοδος στα πορτογαλικά - regresso a casa, do regresso a casa, Baile, regresso, volta ao lar
  • επάρατος στα πορτογαλικά - onda, ondas, onda de, de onda, vaga
  • επέκταση στα πορτογαλικά - estenda, espalhar, extensão, ampliar, pulverizar, lambuzar, ungir, ...
  • επέτειος στα πορτογαλικά - aniversário, anos, aniversário de, anniversary, º aniversário
Τυχαίες λέξεις
Επάρκεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adequação, de adequação, adequação de, a adequação, suficiência