Επαναφέρω στα ισλανδικά

Μετάφραση: επαναφέρω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurheimta, að endurheimta, skila aftur, endurreisa, aftur á
Επαναφέρω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναφέρω

επαναφέρω συνώνυμο, επαναφέρω in english, επαναφέρω αγγλικά, πως επαναφέρω, επαναφέρω συνώνυμα, επαναφέρω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επαναφέρω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επαναστατικός στα ισλανδικά - byltingarkennd, byltingarkennda, byltingardagatalið, byltingardagataliđ, byltingarkennt
  • επαναστατώ στα ισλανδικά - uppreisnarmanna, uppreisn, rísa, Rebel, uppreisnarmaður
  • επαναφορά στα ισλανδικά - endurstilla, núllstilla, að núllstilla, endurstillt, að endurstilla
  • επανδρώνω στα ισλανδικά - maður, karl, karlmaður, drengur, epandrono
Τυχαίες λέξεις
Επαναφέρω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurheimta, að endurheimta, skila aftur, endurreisa, aftur á