Επαναφέρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: επαναφέρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herstellen, restaureren, te herstellen, herstel, terugzetten
Επαναφέρω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναφέρω

επαναφέρω συνώνυμο, επαναφέρω in english, επαναφέρω αγγλικά, πως επαναφέρω, επαναφέρω συνώνυμα, επαναφέρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επαναφέρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επαναστατικός στα ολλανδικά - weerzinwekkend, afstotelijk, revolutionair, revolutionaire, de revolutionaire
  • επαναστατώ στα ολλανδικά - rebel, oproerig, muiter, opstandig, oproerling, rebellen, rebelleren, ...
  • επαναφορά στα ολλανδικά - resetten, reset, gereset, terugzetten, teruggezet
  • επανδρώνω στα ολλανδικά - manspersoon, mensdom, mens, mensheid, man, vent, epandrono
Τυχαίες λέξεις
Επαναφέρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: herstellen, restaureren, te herstellen, herstel, terugzetten