Επαναφέρω στα λιθουανικά

Μετάφραση: επαναφέρω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atkurti, atstatyti, atkūrimo, vėl, grąžinti
Επαναφέρω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναφέρω

επαναφέρω συνώνυμο, επαναφέρω in english, επαναφέρω αγγλικά, πως επαναφέρω, επαναφέρω συνώνυμα, επαναφέρω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επαναφέρω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επαναστατικός στα λιθουανικά - revoliucinis, revoliucinės, revoliucinė, revoliucinga, revoliucinį
  • επαναστατώ στα λιθουανικά - sukilėlių, maištininkas, maištauti, sukilėlis, sukilti
  • επαναφορά στα λιθουανικά - naujo, iš naujo, naujo nustatyti, atstatyti, atkurti
  • επανδρώνω στα λιθουανικά - žmogus, ponas, vyras, vyriškis, žmonija, epandrono
Τυχαίες λέξεις
Επαναφέρω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atkurti, atstatyti, atkūrimo, vėl, grąžinti