Επιδρομή στα ισλανδικά
Μετάφραση: επιδρομή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhlaup, sókn, árás, ásækja, Raid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδρομή
επιδρομή γαλατών στην ελλάδα, επιδρομή στο έντεμπε, επιδρομή λεξικό, επιδρομή στον πειραιά, επιδρομή ορισμόσ, επιδρομή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιδρομή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επιδοκιμασία στα ισλανδικά - lófaklapp, er lófaklapp
- επιδοτώ στα ισλανδικά - niðurgreiða, að niðurgreiða, greiða niður, niðurgreiði, þess að niðurgreiða
- επιδόρπιο στα ισλανδικά - eftirréttur, eftirmatur, eftirrétt
- επιδότηση στα ισλανδικά - niðurgreiðslu, styrkjum, styrkur, styrkir, styrks
Τυχαίες λέξεις
Επιδρομή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhlaup, sókn, árás, ásækja, Raid
Μεταφράσεις: áhlaup, sókn, árás, ásækja, Raid