Ιδιότητα στα ισλανδικά
Μετάφραση: ιδιότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιότητα
ιδιότητα αγγλικά, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, ιδιότητα darboux, ιδιότητα του πολίτη, ιδιότητα μετάφραση, ιδιότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιδιότητα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ιδιωτικός στα ισλανδικά - einka, persónulegur, Private, einkaaðila, einkarekinn
- ιδιόμορφος στα ισλανδικά - eintala, einkennilegur, sérkennileg, sérstök, sérkennilegu, sérstakur
- ιδιότροπος στα ισλανδικά - duttlungafullur, gáska, yfir gáska
- ιδού στα ισλανδικά - hó, sjá, ló, Lo
Τυχαίες λέξεις
Ιδιότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
Μεταφράσεις: eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður