Ντύνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klæða, kjóll, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντύνω
ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ντύνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ντόρος στα ισλανδικά - suð, Buzz, suð í, munnmæli
- ντύνομαι στα ισλανδικά - klæða, kjóll, klæða sig upp, dress upp, klæða upp, sparibúast, að klæða sig upp
- ντύσιμο στα ισλανδικά - dressingu, klæða, búningsklefanum, búningsherbergi, að klæða
- νυσταγμένος στα ισλανδικά - syfjaður, syfju, fyrir syfju, syfja, syfjuð
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: klæða, kjóll, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir
Μεταφράσεις: klæða, kjóll, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir