Ντύνω στα τούρκικα

Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
giysi, giydirmek, de giydireceği, örtmek, kaplamak, bürümek
Ντύνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνω

ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ντύνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ντόρος στα τούρκικα - vızıltı, buzz, bir vızıltı, Buzz'da
  • ντύνομαι στα τούρκικα - giysi, süslemek, giyinmek, elbise, giydir, dress up
  • ντύσιμο στα τούρκικα - pansuman, soyunma, giyinme, sosu, dressing
  • νυσταγμένος στα τούρκικα - uykulu, Sleepy, uykulu bir, The Sleepy
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: giysi, giydirmek, de giydireceği, örtmek, kaplamak, bürümek