Ντύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντύνω
ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ντύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ντόρος στα ουγγρικά - zümmögés, Buzz, fless, zümmögnek
- ντύνομαι στα ουγγρικά - kiöltözik, öltöztetős, dress up, öltöztetése, Öltöztesd fel
- ντύσιμο στα ουγγρικά - ruházat, öltözködés, öntettel, öltöző, kötszer, öntet
- νυσταγμένος στα ουγγρικά - álomittas, álmos, álmosságot, álmosság, álmosnak
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem
Μεταφράσεις: öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem