Ντύνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сукня, адзеньне, адзежа, адзенне, гарнiтур, апранаць, адзяваць, одевать
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντύνω
ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ντύνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ντόρος στα λευκορωσικά - гул, гуд
- ντύνομαι στα λευκορωσικά - адзеньне, гарнiтур, адзежа, адзенне, сукня, прыбірацца, наряжаться
- ντύσιμο στα λευκορωσικά - гарнiтур, адзенне, адзеньне, соус, падліўка, падліўку, соўс
- νυσταγμένος στα λευκορωσικά - сонны, сонный
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сукня, адзеньне, адзежа, адзенне, гарнiтур, апранаць, адзяваць, одевать
Μεταφράσεις: сукня, адзеньне, адзежа, адзенне, гарнiтур, апранаць, адзяваць, одевать