Ντύνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ντύνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tenue, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντύνω
ντύνω την barbie, ντύνω κούκλες, ντύνω κορίτσια, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω νύφες, ντύνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ντύνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ντόρος στα ολλανδικά - leven, beweging, ophef, herrie, lawaai, rumoer, gezoem, ...
- ντύνομαι στα ολλανδικά - tenue, aankleden, dress up, kleden, verkleden
- ντύσιμο στα ολλανδικά - dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden
- νυσταγμένος στα ολλανδικά - slaperig, druilerig, slaperige, sleepy, slaap, slaperigheid
Τυχαίες λέξεις
Ντύνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tenue, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
Μεταφράσεις: tenue, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt