Περιορίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lækka, takmarka, einskorða, að takmarka, takmarkast, afmarka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορίζω
περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, περιορίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- περιοδικά στα ισλανδικά - reglulega, reglulegu millibili, með reglulegu millibili, reglulega að, reglubundið
- περιοδικό στα ισλανδικά - tímarit, tímaritið, tímariti, tímaritinu, Blaðið
- περιορισμένος στα ισλανδικά - takmarkaður, takmörkuð, takmarkast, bundin, takmarkað
- περιορισμός στα ισλανδικά - takmarkaður, takmörkun, takmarkanir, takmarka, hömlur, takmörkunina
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lækka, takmarka, einskorða, að takmarka, takmarkast, afmarka
Μεταφράσεις: lækka, takmarka, einskorða, að takmarka, takmarkast, afmarka