Περιορίζω στα δανικά
Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrænse, nedsætte, indskrænke, begrænsning, grænse, begrænser, begrænses, begraense
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορίζω
περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, περιορίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- περιοδικά στα δανικά - periodisk, jævne, jævne mellemrum, med jævne, med jævne mellemrum
- περιοδικό στα δανικά - magasin, tidsskrift, avis, magazine, magasinet, blad, bladet
- περιορισμένος στα δανικά - begrænset, begrænses, begrænsede, restriktioner, er begrænset
- περιορισμός στα δανικά - begrænsning, restriktion, begrænsninger, restriktioner, begrænsningen
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: begrænse, nedsætte, indskrænke, begrænsning, grænse, begrænser, begrænses, begraense
Μεταφράσεις: begrænse, nedsætte, indskrænke, begrænsning, grænse, begrænser, begrænses, begraense