Περιορίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вапнування, ув'язнення, ув'язнювати, обмежувати, побілка, ув'язнити, замкненість, строгість, червоношкірий, обмеження, обмежити, обмежуватиме
Περιορίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορίζω

περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περιορίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικά στα ουκρανικά - зрідка, інколи, періодично, коли-не-коли, час від часу
  • περιοδικό στα ουκρανικά - магазина, теревені, журнал, Відкрийте, Відкрийте для, журналу, часопис
  • περιορισμένος στα ουκρανικά - обмежений, обмежене, обмежена
  • περιορισμός στα ουκρανικά - обмежувальний, кордонний, прикордонний, обмежувати, обмежити, обмежений, обмеження
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вапнування, ув'язнення, ув'язнювати, обмежувати, побілка, ув'язнити, замкненість, строгість, червоношкірий, обмеження, обмежити, обмежуватиме