Στενός στα ισλανδικά
Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενός
στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στενός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στενά στα ισλανδικά - framhjá, ganga, fara, náið, vel, náið með, fylgjast náið, ...
- στενάζω στα ισλανδικά - stynja
- στενόχωρος στα ισλανδικά - óþægilegt, óþægileg, óþægindum, óþægilegt að, óþægilega
- στερέωση στα ισλανδικά - upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu
Μεταφράσεις: þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu