Στενός στα σλοβενικά

Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intimní, skop, ozek, Zapri, blizu, close, v bližini, bližini
Στενός στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενός

στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, στενός στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • στενά στα σλοβενικά - podání, tesno, natančno, pozorno, tesneje, skrbno
  • στενάζω στα σλοβενικά - senat, Stenjati, Jadikovati, Oplakivati, Moan, Jaukanje
  • στενόχωρος στα σλοβενικά - neprijetno, neudobno, nelagodno, neudoben, neprijeten
  • στερέωση στα σλοβενικά - fiksacija, posnetek, fiksiranje, pritrdilni, vezanja
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: intimní, skop, ozek, Zapri, blizu, close, v bližini, bližini