Στενός στα ρουμανικά
Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strâmt, închidere, închide, aproape, strânsă, aproape de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενός
στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, στενός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- στενά στα ρουμανικά - trece, îndeaproape, strâns, strânsă, atent, indeaproape
- στενάζω στα ρουμανικά - geamăt, geme, geamat, suspin, murmur
- στενόχωρος στα ρουμανικά - incomod, inconfortabil, disconfort, incomode, confortabile
- στερέωση στα ρουμανικά - fixare, fixarea, de fixare, fixă, fixare a
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: strâmt, închidere, închide, aproape, strânsă, aproape de
Μεταφράσεις: strâmt, închidere, închide, aproape, strânsă, aproape de