Συγγενής στα ισλανδικά
Μετάφραση: συγγενής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frændi, ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συγγενής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στύβω στα ισλανδικά - kreista, Kreistu, Squeeze, Lausafjárskortur, Lausafjárskortur hefur
- στύλος στα ισλανδικά - staða, eftir, Færsla, Post, kjölfar
- συγγενικός στα ισλανδικά - Vensla, Venslagagnagrunnur, venslaða
- συγγνωστός στα ισλανδικά - afsakaði, excused
Τυχαίες λέξεις
Συγγενής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: frændi, ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt
Μεταφράσεις: frændi, ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt