Συγγενής στα λιθουανικά
Μετάφραση: συγγενής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συγγενής στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στύβω στα λιθουανικά - spaudimas, suspaudimas, kebli padėtis, slėgimas, gniaužti
- στύλος στα λιθουανικά - stilius, maniera, fasonas, būdas, paštas, paštu, po, ...
- συγγενικός στα λιθουανικά - reliacinės, reliacinė, santykinė, reliacinis, santykinis
- συγγνωστός στα λιθουανικά - atleisti, atleistas, pateisinti, pateisinamas
Τυχαίες λέξεις
Συγγενής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės
Μεταφράσεις: santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės