Συγγενής στα ολλανδικά
Μετάφραση: συγγενής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrekkelijk, relatief, bloedverwant, familielid, verwant, relatieve
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγγενής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στύβω στα ολλανδικά - afpersen, persen, drukken, afdwingen, knellen, dringen, knevelen, ...
- στύλος στα ολλανδικά - mode, wijze, pilaar, steunpilaar, colonne, wijs, schrijfstift, ...
- συγγενικός στα ολλανδικά - aanverwant, verwant, relationele, relationeel, de relationele, van relationele, relational
- συγγνωστός στα ολλανδικά - verontschuldigd, excuseerde, verontschuldigde, geëxcuseerd, vrijgesteld
Τυχαίες λέξεις
Συγγενής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betrekkelijk, relatief, bloedverwant, familielid, verwant, relatieve
Μεταφράσεις: betrekkelijk, relatief, bloedverwant, familielid, verwant, relatieve