Συγγενής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγγενής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relativo, relacionamento, parente, relativa, relação, em relação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγγενής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στύβω στα πορτογαλικά - agachar-se, aperto, apertão, espremer, compressão, apertar
- στύλος στα πορτογαλικά - chiqueiro, costume, moda, coluna, modo, maneira, estilete, ...
- συγγενικός στα πορτογαλικά - relacional, relacionais
- συγγνωστός στα πορτογαλικά - desculpado, desculpou, dispensado, desculpados
Τυχαίες λέξεις
Συγγενής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: relativo, relacionamento, parente, relativa, relação, em relação
Μεταφράσεις: relativo, relacionamento, parente, relativa, relação, em relação