Συγγενής στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συγγενής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во однос, роднина, релативна, релативната, однос
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συγγενής στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στύβω στα σλαβομακεδονικά - стискаш, squeeze, стисокот, притисне
- στύλος στα σλαβομακεδονικά - пост, место, пошта, мислење, функцијата
- συγγενικός στα σλαβομακεδονικά - релациона, релациони, релациски, релационен, релационите
- συγγνωστός στα σλαβομακεδονικά - оправдани, простено, оправдано, извинето, извини
Τυχαίες λέξεις
Συγγενής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: во однос, роднина, релативна, релативната, однос
Μεταφράσεις: во однос, роднина, релативна, релативната, однос