Συγκεντρώνομαι στα ισλανδικά
Μετάφραση: συγκεντρώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einbeita, einbeita sér, einbeitt, að einbeita, að einbeita sér
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκεντρώνομαι
συγκεντρώνομαι αντίθετα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συγκεντρώνομαι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συγκεκριμένα στα ισλανδικά - sérstaklega, tiltekið, er sérstaklega, einkum, eru sérstaklega
- συγκεκριμένος στα ισλανδικά - nákvæmur, sérstakur, sérstök, sérstakar, ákveðin, sértækt
- συγκεντρώνω στα ισλανδικά - safna, að safna, innheimta, safna saman, safnað
- συγκινητικός στα ισλανδικά - færa, flytja, að flytja, að færa, áhrifamikill
Τυχαίες λέξεις
Συγκεντρώνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einbeita, einbeita sér, einbeitt, að einbeita, að einbeita sér
Μεταφράσεις: einbeita, einbeita sér, einbeitt, að einbeita, að einbeita sér