Συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκεντρώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajuntar, concentrar, colher, recolhimento, passagem, se concentrar, concentrado
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκεντρώνομαι
συγκεντρώνομαι αντίθετα, συγκεντρώνομαι στα αγγλικα, δεν συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι συνωνυμα, συγκεντρώνομαι ετυμολογια, συγκεντρώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκεκριμένα στα πορτογαλικά - especificamente, especialmente, específica, concretamente
- συγκεκριμένος στα πορτογαλικά - precipitar, certo, concreto, específico, formigão, correcto, exacto, ...
- συγκεντρώνω στα πορτογαλικά - concentrar, coletar, coleta, cobrar, reunir, colecionar
- συγκινητικός στα πορτογαλικά - em movimento, movente, comovente, móvel, mover
Τυχαίες λέξεις
Συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ajuntar, concentrar, colher, recolhimento, passagem, se concentrar, concentrado
Μεταφράσεις: ajuntar, concentrar, colher, recolhimento, passagem, se concentrar, concentrado