Τρήμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: τρήμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
foramen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρήμα
ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, τρήμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τρήμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- τρέφω στα ισλανδικά - næra, fæða, brjósti, á brjósti, fóður, fóðri
- τρέχω στα ισλανδικά - hraði, hlaupa, hleypa, Rampage
- τρία στα ισλανδικά - þrír, þriggja, þremur, þrjú, þrjár
- τρίαινα στα ισλανδικά - Trident
Τυχαίες λέξεις
Τρήμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: foramen
Μεταφράσεις: foramen