Τρήμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρήμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forame, forâmen, foramen, do forame, forame da
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρήμα
ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, τρήμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρήμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τρέφω στα πορτογαλικά - suspender, substantivo, educar, nutrir, criar, erguer, sustentar, ...
- τρέχω στα πορτογαλικά - pressa, correr, boato, exame, funcionar, agilizar, rapidez, ...
- τρία στα πορτογαλικά - ameaçar, três, ameace, de três, tres
- τρίαινα στα πορτογαλικά - tridente, Trident, a Trident, o tridente, do tridente
Τυχαίες λέξεις
Τρήμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: forame, forâmen, foramen, do forame, forame da
Μεταφράσεις: forame, forâmen, foramen, do forame, forame da