Τρήμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τρήμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
форамен, отворот, отвор, foramen, отворен форамен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρήμα
ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, τρήμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τρήμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τρέφω στα σλαβομακεδονικά - feed, храна, фидот, сточна храна, се хранат
- τρέχω στα σλαβομακεδονικά - брзина, дивеење, пукотницата, дивеењето, масакрот, лутина
- τρία στα σλαβομακεδονικά - три, на три, трите, тројца, од три
- τρίαινα στα σλαβομακεδονικά - трозабец, Trident, Тридент, трозабни
Τυχαίες λέξεις
Τρήμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: форамен, отворот, отвор, foramen, отворен форамен
Μεταφράσεις: форамен, отворот, отвор, foramen, отворен форамен