Τρήμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: τρήμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, foramen, dėmė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρήμα
ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, τρήμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τρήμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τρέφω στα λιθουανικά - pašaras, pašarų, pašarai, pašarus, pašaro
- τρέχω στα λιθουανικά - greitis, veikti, brūkšnys, dirbti, siautėti, siautėti ir, Rampage, ...
- τρία στα λιθουανικά - trys, trijų, tris, trejų, trejus
- τρίαινα στα λιθουανικά - trišakis, Trident, trišakis išilgai
Τυχαίες λέξεις
Τρήμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kanalas, foramen, dėmė
Μεταφράσεις: kanalas, foramen, dėmė