Τρήμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: τρήμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвір
Τρήμα στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρήμα

ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, τρήμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρήμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τρέφω στα ουκρανικά - плекати, годувати, живити, кормити, виховання, удобрювати, подача, ...
  • τρέχω στα ουκρανικά - очеретяний, виконати, навально, пересуватися, порив, линути, швиргати, ...
  • τρία στα ουκρανικά - тройка, трійка, три, трьох
  • τρίαινα στα ουκρανικά - тризуб, тризубець
Τυχαίες λέξεις
Τρήμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: отвір