Άλογο στα ιταλικά

Μετάφραση: άλογο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cavalleria, cavallo, horse, a cavallo, cavallo di, del cavallo
Άλογο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άλογο

άλογο εικόνα, άλογο βικιπαίδεια, άλογο αναπαραγωγή, άλογο κινέζικο ωροσκόπιο, άλογο όνειρο, άλογο λεξικό γλώσσας ιταλικά, άλογο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • άλλοτε στα ιταλικά - una volta, volta, una, tempo, una volta che
  • άλλωστε στα ιταλικά - inoltre, oltre, oltre a, oltre ad
  • άλσος στα ιταλικά - boschetto, Grove, bosco, boschetto di, uliveto
  • άμαξα στα ιταλικά - carro, corriera, carrozza, autobus, allenare, allenatore, vettura, ...
Τυχαίες λέξεις
Άλογο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: cavalleria, cavallo, horse, a cavallo, cavallo di, del cavallo