Άλογο στα ρουμανικά
Μετάφραση: άλογο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cal, cai, calul, de cai, de cal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλογο
άλογο εικόνα, άλογο βικιπαίδεια, άλογο αναπαραγωγή, άλογο κινέζικο ωροσκόπιο, άλογο όνειρο, άλογο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, άλογο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- άλλοτε στα ρουμανικά - dată, odată, o dată, o data, dată pe
- άλλωστε στα ρουμανικά - în afară de, pe lângă, afară, langa, pe langa
- άλσος στα ρουμανικά - livadă, crâng, dumbravă, grove, livezi
- άμαξα στα ρουμανικά - autobuz, trăsură, vagon, transport, transportul, transportului, de transport, ...
Τυχαίες λέξεις
Άλογο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cal, cai, calul, de cai, de cal
Μεταφράσεις: cal, cai, calul, de cai, de cal