Άλογο στα ουγγρικά
Μετάφραση: άλογο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitorlarúdsín, ló, lovat, lovas, horse, a ló
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άλογο
άλογο εικόνα, άλογο βικιπαίδεια, άλογο αναπαραγωγή, άλογο κινέζικο ωροσκόπιο, άλογο όνειρο, άλογο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άλογο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- άλλοτε στα ουγγρικά - régebben, egyszer, egyszerre, amint, egyszeri, egykor
- άλλωστε στα ουγγρικά - kívül, amellett, mellett, Különben is
- άλσος στα ουγγρικά - liget, Grove, ligetben, ligetet, ligetbe
- άμαξα στα ουγγρικά - távgépíró-kocsi, fenéklap, varrógéphajtó, lövegtalp, fuvar, fuvardíj, vagon, ...
Τυχαίες λέξεις
Άλογο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vitorlarúdsín, ló, lovat, lovas, horse, a ló
Μεταφράσεις: vitorlarúdsín, ló, lovat, lovas, horse, a ló