Αγιοποιώ στα ιταλικά
Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
santificare, santificare il, santifichi, santificarla, santificarci
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ
αγιοποιώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, αγιοποιώ στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αγελαίος στα ιταλικά - gregario, socievole, gregari, gregaria, gregarious
- αγενής στα ιταλικά - rude, sgarbato, scortese, maleducato, primitivo, villano, greggio, ...
- αγιοπρεπής στα ιταλικά - agioprepis
- αγιότητα στα ιταλικά - santità, la santità, di santità, santificazione
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: santificare, santificare il, santifichi, santificarla, santificarci
Μεταφράσεις: santificare, santificare il, santifichi, santificarla, santificarci