Αγιοποιώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асвячаць, асьвячаць, ачышчаць, асвячэння, асвянцаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ
αγιοποιώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αγιοποιώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αγελαίος στα λευκορωσικά - камунікатыўны, Гаваркі, таварыскі, Свой, Пасіўны
- αγενής στα λευκορωσικά - грубы, грубіянскі, грубага
- αγιοπρεπής στα λευκορωσικά - agioprepis
- αγιότητα στα λευκορωσικά - святасць, сьвятасьць, святасці, святасцю
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: асвячаць, асьвячаць, ачышчаць, асвячэння, асвянцаць
Μεταφράσεις: асвячаць, асьвячаць, ачышчаць, асвячэння, асвянцаць