Αγιοποιώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyhittää, pyhitän, pyhittämän, pyhitä, pyhittäkäät
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ
αγιοποιώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αγιοποιώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αγελαίος στα φινλανδικά - lauma-, seuraa rakastava, gregarious, seurallisemmiksi, seurallinen
- αγενής στα φινλανδικά - pöyhkeä, pahatapainen, tyly, kehittymätön, alkukantainen, ylenkatseellinen, kolea, ...
- αγιοπρεπής στα φινλανδικά - agioprepis
- αγιότητα στα φινλανδικά - pyhyys, pyhyyden, pyhyyttä, pyhyydessä, pyhyydestä
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pyhittää, pyhitän, pyhittämän, pyhitä, pyhittäkäät
Μεταφράσεις: pyhittää, pyhitän, pyhittämän, pyhitä, pyhittäkäät