Αγιοποιώ στα πολωνικά
Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanonizować, uświęcać, uświęcić, uświęcania, uświęca, poświęcisz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ
αγιοποιώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, αγιοποιώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αγελαίος στα πολωνικά - towarzyski, stadny, w grupach, skłonności stadne, stadne
- αγενής στα πολωνικά - prostacki, prymitywny, niegrzeczny, nieuprzejmy, gruboskórny, ordynarny, nieprzyzwoity, ...
- αγιοπρεπής στα πολωνικά - świątobliwy, święty, agioprepis
- αγιότητα στα πολωνικά - nienaruszalność, świętość, Świątobliwość, świętości, Świątobliwości, świętością
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kanonizować, uświęcać, uświęcić, uświęcania, uświęca, poświęcisz
Μεταφράσεις: kanonizować, uświęcać, uświęcić, uświęcania, uświęca, poświęcisz