Εμβολιάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: εμβολιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaccinare, radicato, ingrain, radicare
Εμβολιάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολιάζω

εμβολιάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμβολιάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εμβέλεια στα ιταλικά - fila, portata, gamma, area, intervallo, serie, campo, ...
  • εμβολίζω στα ιταλικά - ariete, investire, montone, embolizzate, embolizzazione, emboliz-, emboliz- zato
  • εμβολιασμός στα ιταλικά - vaccinazione, la vaccinazione, di vaccinazione, vaccinazioni, vaccinazione di
  • εμβροντησία στα ιταλικά - meraviglia, stupore, torpore, stupor, stordimento, stato di torpore
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vaccinare, radicato, ingrain, radicare