Εμβολιάζω στα φινλανδικά
Μετάφραση: εμβολιάζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ympätä, rokottaa, ingrain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιάζω
εμβολιάζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εμβολιάζω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβέλεια στα φινλανδικά - matka, kasvihuone, ala, kuljeksia, hella, harhailla, ilman esikuumennin, ...
- εμβολίζω στα φινλανδικά - törmätä, pukki, muurinsärkijä, muurinmurtaja, hajapääsymuisti, suorasaantimuisti, survin, ...
- εμβολιασμός στα φινλανδικά - rokotus, rokotuksen, rokotuksia, rokottaminen, rokotusta
- εμβροντησία στα φινλανδικά - ällistys, tyrmistys, hämmästys, horros, tokkuraisuus, stupor, hämärtyvät, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιάζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ympätä, rokottaa, ingrain
Μεταφράσεις: ympätä, rokottaa, ingrain