Εμβολιάζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: εμβολιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imprima, fixa, vopsit în culoare închisă, înnăscut, de ingrain
Εμβολιάζω στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολιάζω

εμβολιάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμβολιάζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εμβέλεια στα ρουμανικά - sobă, gamă, gama, interval, gama de, game
  • εμβολίζω στα ρουμανικά - berbec, embolized
  • εμβολιασμός στα ρουμανικά - vaccin, vaccinare, vaccinarea, de vaccinare, vaccinării, vaccinarea de
  • εμβροντησία στα ρουμανικά - mirare, şoc, stupoare, stupor, adormire, inconºtienșã, stupoarea
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: imprima, fixa, vopsit în culoare închisă, înnăscut, de ingrain