Εμβολιάζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: εμβολιάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaksinere, ingrain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιάζω
εμβολιάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εμβολιάζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εμβέλεια στα νορβηγικά - rekkevidde, range, utvalg, område, spekter
- εμβολίζω στα νορβηγικά - vær, embolisert, emboliseres
- εμβολιασμός στα νορβηγικά - vaksinasjon, vaksinering, vaksinasjons, vaksinasjonen
- εμβροντησία στα νορβηγικά - stupor, sløvhet, sløvsinn, sløvhetstilstand, døs
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: vaksinere, ingrain
Μεταφράσεις: vaksinere, ingrain