Εμβολιάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμβολιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неуважний, неуважливий, заварювати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιάζω
εμβολιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμβολιάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εμβέλεια στα ουκρανικά - дзвонив, діапазон, вибір, спектр
- εμβολίζω στα ουκρανικά - згуртованість, емболізірованного
- εμβολιασμός στα ουκρανικά - вакцинація, щеплення, прищеплення, вакцинацію
- εμβροντησία στα ουκρανικά - остовпіння, подив, здивування, заціпеніння, ступор
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неуважний, неуважливий, заварювати
Μεταφράσεις: неуважний, неуважливий, заварювати