Πλένω στα ιταλικά

Μετάφραση: πλένω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavaggio, lavare, di lavaggio, lavata, wash
Πλένω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλένω

πλένω ονειροκρίτης, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω τα δόντια μου, πλένω λεξικό γλώσσας ιταλικά, πλένω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πλέγμα στα ιταλικά - filo, reticolo, griglia, reticella, inferriata, grata, rete, ...
  • πλέκω στα ιταλικά - treccia, uncinetto, crochet, del crochet, all'uncinetto, crochet del
  • πλέον στα ιταλικά - più, maggior parte, massimo, maggiormente, il più
  • πλέω στα ιταλικά - vela, a vela, della vela, sail, la vela
Τυχαίες λέξεις
Πλένω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lavaggio, lavare, di lavaggio, lavata, wash