Πλένω στα τούρκικα
Μετάφραση: πλένω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkama, çamaşır, yıkamak, yikama, yıkayın
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλένω
πλένω ονειροκρίτης, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω τα δόντια μου, πλένω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πλένω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πλέγμα στα τούρκικα - şebeke, kafes, ağ, ızgara, grid, kılavuz, Izgara
- πλέκω στα τούρκικα - tığ işi, Crochet, tığ, kroşe, dantel
- πλέον στα τούρκικα - daha, en, çoğu, en çok, çok, var En
- πλέω στα τούρκικα - yelken, Sail, yelkenli, yelkeni, arma
Τυχαίες λέξεις
Πλένω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yıkama, çamaşır, yıkamak, yikama, yıkayın
Μεταφράσεις: yıkama, çamaşır, yıkamak, yikama, yıkayın