Πλένω στα ουκρανικά
Μετάφραση: πλένω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
був, мити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλένω
πλένω ονειροκρίτης, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω τα δόντια μου, πλένω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλένω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πλέγμα στα ουκρανικά - нещодавно, брижа, сітка, ґрати, решітка, недавно, електромережа, ...
- πλέκω στα ουκρανικά - рицарі, сходи, коса, обмотати, гачком, крючком
- πλέον στα ουκρανικά - моховитий, пухнатий, трель, пухнастий, найбільш, найбільше
- πλέω στα ουκρανικά - брезент, плавання, парус, вітрило, відплисти, вітрила
Τυχαίες λέξεις
Πλένω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: був, мити
Μεταφράσεις: був, мити