Πλένω στα λιθουανικά
Μετάφραση: πλένω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plauti, skalbimas, plovimo, plovimas, plovykla
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλένω
πλένω ονειροκρίτης, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω τα δόντια μου, πλένω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πλένω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πλέγμα στα λιθουανικά - tinklas, tinklelis, tinklo, grotelės, tinklelį
- πλέκω στα λιθουανικά - kasa, vąšelis, nėrimo, Crochet
- πλέον στα λιθουανικά - beveik, dauguma, labiausiai, daugiausia, Patys, pats
- πλέω στα λιθουανικά - burė, plaukioja, burių, bures, plaukti
Τυχαίες λέξεις
Πλένω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: plauti, skalbimas, plovimo, plovimas, plovykla
Μεταφράσεις: plauti, skalbimas, plovimo, plovimas, plovykla