Στυλοβάτης στα ιταλικά

Μετάφραση: στυλοβάτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, colonna portante, fondamento
Στυλοβάτης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στυλοβάτης

στυλοβάτης στα αγγλικα, στυλοβάτης σημασια, στυλοβάτης ορισμός, στυλοβάτης wikipedia, στυλοβάτης συνώνυμο, στυλοβάτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, στυλοβάτης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στρώση στα ιταλικά - strato, mano, livello, strato di, strati, livello di
  • στυγνός στα ιταλικά - insensibile, brutale, brutali, efferato
  • στυλό στα ιταλικά - penna, pen, la penna, della penna, penna di
  • στυφός στα ιταλικά - acido, acre, acri, acrid, aspro, pungente
Τυχαίες λέξεις
Στυλοβάτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: colonna, sostegno, appoggio, pilastro, puntello, perno, cardine, colonna portante, fondamento