Συμπιεστής στα ιταλικά
Μετάφραση: συμπιεστής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compressore, del compressore, compressori, il compressore
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπιεστής
συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής λεξικό γλώσσας ιταλικά, συμπιεστής στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συμπεριφορά στα ιταλικά - gestire, indirizzare, guidare, posizione, dirigere, atteggiamento, gestione, ...
- συμπιέζω στα ιταλικά - comprimere, comprimere i, compressione, di comprimere, comprime
- συμπλέκομαι στα ιταλικά - tafferuglio, scrimmage, bagarre, mischia, rissa
- συμπλήρωμα στα ιταλικά - completamento, accessorio, supplemento, aggiunta, integratore, supplemento di, complemento, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπιεστής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: compressore, del compressore, compressori, il compressore
Μεταφράσεις: compressore, del compressore, compressori, il compressore